- φακιάριον
- τὸ, Αβλ. φακιόλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαβανοφακιάριον — τὸ, Α πανί για το σκούπισμα τού προσώπου, πετσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάβανον + φακιάριον «πετσέτα για το πρόσωπο»] … Dictionary of Greek
φακιόλι — το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciāle «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»] … Dictionary of Greek